azlyrics.biz
a b c d e f g h i j k l m n o p q r s t u v w x y z 0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 #

apsinthos – το γράμμα (to gramma) lyrics

Loading...

[verse]
από την πόλη που ανασαίνουν το χειμώνα κάτω απ’ ατσάλι ινώδη φιλιά και cement silo
μ’ ένα φέρετρο+νύχτα, καλώδια κι ιδρώτα ορκίστηκα δε θα με βγάλουν σιωπηλό
μα θ’ αγκαλιάσω με τον ίσκιο μιας κραυγής όσα με κάνουνε τρωτό
όχι απλά σε χαρτιά μα στιγμές, ψυχές και σώματα
χώματα+ανάσες και δυο χείλη από βυθό
ας ήταν το αίμα μου άσβεστος κυανός ανθός μελάνι
για να γράφει τις αόρατες αιτίες στο σώμα του πόθου που δίνει ζωή στις πολιτείες
μα εγώ δεν ψάχνω καταφύγιο στο θάνατο
και σαν διαβάζεις το γράμμα αυτό θα ‘χω φύγει
μέσα στα διάφανα πλήθη ήρεμος και μόνος
κι απ’ όλα αυτά τίποτα πια δε θα ‘χει μείνει
ούτε μετάνοια, ούτε αηδία, ούτε ο πόνος
θα ‘ναι η ψυχή μου άσπιλος ήλιος πυρός
δε θα στεγάζει απώλειες ο ανθός της στάχτης
κι η αλεξάνδρας θα ‘ναι λιμάνι τα χαράματα
κι αρόδο ο «θίασος» θα λάμπει σαν αχάτης
κι απόψε φλέγομαι εκεί που γαληνεύω
κι η αθήνα λιώνει φεγγάρι μες στον φεγγίτη
κι όταν δε νοιώθω πουθενά ότι μ’ αντέχω
τότε το πουθενά είν’ το μόνο μου πια σπίτι
σ’ ένα σκαρί φτιαγμένο απ’ το άγιο σήμερα
κι η στέπα απ’ το αίμα μας κάβος σε τόπο άνυδρο
σκίζονται οι φόβοι μας σε τσιμεντένια κύματα
που οι μάνες στα στομάχια τους λιώνουνε τον υδράργυρο
σπόροι «πικρού φωτός» θα καίγονται στην πλώρη
πάνω στα ξάρτια+κορμιά θα λείπει η σημαία
σαν το στερνό ταξίδι+γεύμα των aghori
και το ανεκπλήρωτο ξυράφι και ρομφαία…
να μην κρυφτείς στ’ αντίο μες στην προκυμαία
να μην σε βρεί το μέλλον που έρχεται, σκυφτό
όσο τ’ αδέρφια μου προσεύχονται γενναία
έτσι κι αλλιώς για αυτούς είναι το γράμμα αυτό
γιατί στις βάρδιες που πεθαίναν τόσο λίγο
λέγανε «δε θα ταξιδέψουμε, είν’ γραφτό»
κι είναι βαριά τα δεκάωρα για να φύγω
νιάτα μαραίνονταν σ’ ανάγκες κι «αγαπώ»
στις αγκαλιές μας της ιεριχούς οι αγέλες
πλέξαν με λέξεις+καρφιά δώδεκα χρησμούς
σαν του amedeo καμβάδες κι ακουαρέλες
που σαβανώνουνε τα μάτια σου σ’ αποχαιρετισμούς
πήρα λοιπόν για πανιά τα όνειρά μου ακόμη
σαν οξιτανικά περήφανα της nîmes
όσο χαράζουνε τις φλέβες μας οι δρόμοι
για να κυλήσουν οι θάλασσες του n+z+m
πήρα μαζί μου μια χούφτα απ’ άλικη άμμο
‘κείνη που φτιάχτηκε από πορφυρά κοράλλια
και πα στα χέρια μου λευκούς λεμονανθούς
δυο στάλες αίμα απ’ της κερύνειας τ’ακρογιάλια
την ξεγνοιασιά μου ένα حي από την جدة (jeddah)
και η φιλία μου το γέλιο του αδερφού
του نور (noor) το βλέμμα και του مالك (malek) την κουβέντα
κι η αγάπη αέρας στο كورنيش (corniche) της βυρηττού
φυσάν خماسين‎ οργισμένο οι πηγές του χρόνου
κι εγώ καβάλα στο πανί ή σε κάποια γέφυρα
ζητάν αγάπη οι τυμβωρύχοι στα σπλάχνα του ραδιοφώνου
κι ότι ανασαίνω πίσω άφησα και έφυγα…
να πεις στον franz πως με δικάσαν αγνοούμενο
και της γιουδήθ τη μηχανή πως φέρανε στην πολιτεία
για να κεντάνε προσευχές πάνω στη σάρκα μου
τα λόγια κάποιου απροσπέλαστου μεσσία
λωτοί από μπρούτζο και μπακίρι καίν’ στο χέρι
στον πυρετό της ταγγέρης ζητάνε σώμα
κι έχουνε λένε μια θέση για όλους μέσα μας
στο μεγάλο το τσίρκο της οκλαχόμα
και πές στον μέγα ιρλανδό πηδαλιούχο μας
που σπάει καρτίνια την οδύσσεια σε κομμάτια
πως όλες οι γυναίκες που αγαπήσαμε
είχαν το βλέμμα της evelyn μες στα μάτια
οι φλέβες τους σπέρναν πορφύρα και σκουριά
κι η άρρευστη θάλασσα σκάβει αντίο άγρια
κι ο θάνατος μια σκέψη που μας προσπερνά
όσο αποχαιρετάμε κάθε αλεξάνδρεια
ω леони́д (leonid) την ίδια άβυσσο ασπαστήκαμε
το ίδιο θεριό και την κατάρα του φοβάμαι
κι οι κρεμασμένοι σου επτά πάνω στην πρύμνη μας
ζητάν σπορέα αισιόδοξα να περνάνε
κάπταιν αλέκο τον αλήτη περιμάζεψα
απ’ της κωστάντζας τα νερά για ένα σεντίμι
και στου δαφνιού τα κάγκελα πια ψ.τ.ε
στη σκέψη ορκίζομαι αντάμωσα τον アジミ(ατζύμι)
georg, τα μάτια μας βελόνες μες στη μήτρα
κι ήλιοι χλωμοί και πυροί σαν αντένες που έσπαζαν
δεν είμαστε ούτε σκιές σκιών στη νύχτα
piper bayard οπλισμένο μια αυγή στην πρέβεζα
«’μεις με τη δόξα θα λογαριαστούμε αλλιώς»
τη νοιώθω μακριά μου πια σαν ξένο σώμα
κι οι προλετάριοι των υδάτων ένας χείμαρρος
μ’ αγάπη ένα σύννεφο με παντελόνια
κι ένα κονσέρτο τελευταίο η ζωή;
την κυριακή δε θα ακούσουμε την μπάντα
κι η ποίηση σταμάτησε σε μια ριπή
ήταν απρίλης, δεκατέσσερις του τριάντα
του charles τα άνθη τα στερνά τα ζεύαν albatross
φτερά ανοιχτά πετούν στα όνειρα μας μοιάζουν
κι είχε ποινή θανάτου πάνω στο κατάστρωμα
για όσους του νεφοπρίγκηπες αυτούς τρομάζουν
στο μοναστήρι της σιωπής σου μένω φλόγα
έχω το απόσπερνο αστέρι του trilce χάρτη
κι εκεί στου balta το στερνό το γιαραβί
διάβηκα μόνος ερυθρά, σινά κι ευφράτη
στο highway 10 τα μάτια της μια θάλασσα
κι έχω πνιγεί δυο μίλια έξω απ’ τις εβρίδες
‘κείνα του λόγου τα σπαθιά με πίστη αγκάλιασα
«κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς άμμο κι ακρίδες»
κι ακούω κόλια το σήμα σου στα μεσαία
από τη «θεία γκρέτα», φάλτσο η πορεία
κι ας με σκοτώνουν τα μάτια της άστρα δίδυμα
χορεύω πάνω στο φτερό του καρχαρία
και πες στον thomas ζω μες στην νεκρολογία μου
σε κάποια αλό μέσα μου σκοτεινή αγία
και θα παλέψω τη νύχτα του dylan φεύγοντας
‘κεί που ο θάνατος δε θα ‘χει εξουσία
πλέμε ξωπίσω σου will καίμε πολιτείες
κάθε που μπάτης φυσά απ’ το海南(hainan) στο kingston
ακολουθάμε τις ψυχρές τους αρτηρίες
τα σκουριασμένα καραβάνια των απίστων
κι η μάνα μου με καρτερά με αγωνία
σαν του макси́м (maxim) από τα παιδικά μας χρόνια
από τ’ αφεντικό και ως την εφηβεία
κι η επανάσταση μας θα κρατάει ακόμα
γιάννη οι λέξεις μας φλέβες κυλάνε αίμα
που γονατίζει μόνο μπροστά απ’τους νεκρούς μας
και την ελπίδα μιας στιγμής φτιάχνουμε θάλασσα απ’ το ρέμα
να προσκυνάει το μέλλον τους αδερφούς μας
κι αν τάσο ζήσαμε πάντοτε πια αλλού
«μ’ ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη»
δε θα ‘μαστε πια ποιητές μονάχα σύντροφοι
πληγές και όνειρα μια σφαίρα στη θαλάμη
γράφω λοιπόν για αυτούς που δεν εξέρουν γράμματα
και θέλει ακόμα πολύ φως να ξημερώσει
πώς ν’αγκαλιάσω το νερό στις φλόγες να το κάνω άσματα;
και κυνηγάει μια σιωπή να μας σκοτώσει…
αλέξη στάσου δίπλα μου τώρα φρουρός
«σε ‘τούτη τη βαλίτσα βρίσκεται το πτώμα μου»
κι εγώ θα ξαγρυπνώ στα χειρουργεία της ποίησης
με ένα πρόσωπο τέφρας μα και την εικόνα μου
pablo μαζί θα γεννηθούμε αδερφέ
τα μάτια κλέβουνε την ομορφιά σαν ύβρεις
«κραυγές», «σπαράγματα» κι «όρνια», χείλη μπλε
κι οργή μου ένα ποτάμι από χίλιες τίγρεις
dino απόψε θα αγκαλιάσω το καλόμβι μου
και ποιός νεκρός احمد (ahmad) τα δεσμά του χρήζει;
κι όσο θα πέφτουνε πια στην πορεία οι κόμβοι μου
το τέλος άνθος μες στο στόμα του luigi
توفيق‎ (tawfik) σας σφίγγω το χέρι για να ανατέλλουμε
και μες στο φως σου σκέπασε με λίγο, وفاء (wafaa)
ποιούς μαχαλάδες τα μάτια της ν’ αρμενίζουνε
ανθίσαν άραγε οι πορτοκαλιές στη يَافَا‎, (jaffa);
κι ορκίστηκα πάντα νίκο να μείνω άνθρωπος
όσο βαριά «θεία κουβέντα» να με στέψεις
εδώ που το συναίσθημα μας κάναμε άτραπο
κι «οι λέξεις μόνο ερωτεύονται τις λέξεις»
θα ‘μαι ταχυδακτυλουργός απ’ την оде́сса (οντέσσα)
κι ένα ξημέρωμα του vincent θεριστής στην auvers
δυο ηλιοτρόπια κυλάν στις φλέβες μέσα
κι αν θέλεις φώναζε με πλέον jim blayker
εδώ στην πόλη αυτή τίτο πως συνηθίζεις;
στο βόρειο πλάτος της αίμα στο μήκος θάνατος
κόβω τις σάρκες μου στίχους να τραγουδήσεις
κι ένας σαλός λαγός, στο ορυχείο ζωή και κάματος
κι εγώ κουράστηκα στα σκοτεινά νερά
κι ας μην είναι ο «θίασος» υπερωκεάνιο
βαμμένος τρέλα του maurice από ουρλιαχτά
το μαύρο μεθυσμένο μας καράβι σπάνιο
κρατώ τη γλώσσα μου aziz για να μιλήσω
γιατί εγώ σήμερα πια μπόρεσα να ζήσω
γιατί εγώ σήμερα αγκάλιασα τους φόβους μου και νίκησα
για να μπορέσω να σας αγαπήσω
και ταξιδέψαμε με ένα σκαρί αργά
μαρσίγια (m+rs+ille), αθήνα, τοκοπίλλα (tocopilla), κάβο φρίο (cabo frio)
κι ο «θίασος» είν’ οι ψυχές μας κι όχι πλοίο
και λάμπει νύχτα+ξίφος δίχως πλευρικά
κι έτσι θα φύγω κλεφτά πριν τη βάρδια ένα
και τον πρωραίο μου οι άνθρωποι μου στόλισαν
και καρτερώ σε με τα μάτια τσακισμένα
από τη σκόνη όλου του κόσμου όμως αμόλυντα
και ταξιδέψαμε εμείς σε θάλασσα άγρια
εμείς, που λέγαν’ δε θα πάμε πουθενά
και να περνάς καμιά φορά από τη βάρδια
πριν να σημάνει το ρολόι στα στερνά
και να περνάς καμιά φορά από τη βάρδια
να μου γελάς για να σε βλέπω να ανασάνω
‘κείνα τα κίτρινα απογεύματα τσακίζομαι
και ξεγελώ τον εαυτό, «δε θα πεθάνω»
δε θα ξανάρθω σε πέντε γενιές μα σ’ είκοσι
για να αγκαλιάσω όσους έζησαν την πτώση
και τ’ όνομά μου θα ισοπεδώνει τις πόλεις σας
τις πόλεις σας…
γιατί την ποίηση κανείς δε γίνεται πια να σκοτώσει



Random Lyrics

HOT LYRICS

Loading...